-
1 καθ-ῑμησις
καθ-ῑμησις, ἡ, das an einem Stricke Herablassen, ἡ ὑπὲρ τὸ τέγος εἰς τὴν οἰκίαν Plut. qu. Rom. 5.
См. также в других словарях:
καθίμησις — καθίμησις, ἡ (Α) [καθιμώ] κατέβασμα με σχοινί («καθίμησις ἡ ὑπὲρ τὸ τέγος εἱς τὴν οἱκίαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek